βεγγέρα

βεγγέρα
η
(λ. ιταλ.)
1. η βραδινή συναναστροφή για συζήτηση και διασκέδαση, η επίσκεψη, η εσπερίδα: Κάθε Σάββατο βράδυ κάνουμε βεγγέρα στους φίλους μας.
2. νυχτερινή εργασία πολλών μαζί γυναικών, νυχτέρι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • βεγγέρα — η βραδινή συγκέντρωση σε σπίτι για φιλική συζήτηση ή διασκέδαση, συναναστροφή όπου προσφέρονται αναψυκτικά, ελαφρά ποτά και γλυκίσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. veggheria «αγρυπνία, εσπερίδα»] …   Dictionary of Greek

  • αποσπερίζω — 1. εμφανίζομαι το βράδι 2. περνώ το βράδι με παρέα, σε βεγγέρα …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… …   Dictionary of Greek

  • σουαρέ — το (λ. γαλλ.), εσπερινή ψυχαγωγική συγκέντρωση, βεγγέρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”